- συρφετός
- ο, ΝΜΑασύντακτο πλήθος, χύδην όχλοςμσν.-αρχ.καθετί που σύρεται από τον άνεμο, όπως είναι ο σωρός φύλλων, τα άχυρα κ.ά.αρχ.1. ένας από τον όχλο («τοιοῡτός τις, ὦ Ἱππία, οὐ κομψὸς ἀλλὰ συρφετός», Πλάτ.)2. ως επίθ. αυτός που μοιάζει με όχλο ή ο σχετικός με τον όχλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρω, με δασύ χειλικό ένθημα -φ- + επίθημα -ετός (πρβλ. νιφ-ετός, ὑετός)].
Dictionary of Greek. 2013.